- ὀθονιοπώλης
- ὀθονιο-πώλης, ου, ὁ,A linen-merchant, UPZ109.13 (i B. C.), v.l. in Dsc.5.134 ; = lintearius, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οθονιοπώλης — ὀθονιοπώλης, ὁ (Μ) αυτός που πουλά οθόνια, έμπορος λινών υφασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀθόνιον + πώλης (< πωλῶ)] … Dictionary of Greek
ὀθονιοπῶλαι — ὀθονιοπώλης linen merchant masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)